- τρισασπασίως
- Μεπίρρ. με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ πρόθυμα («καὶ ὡς... δῶρον θεοδώρητον, τρισασπασίως ὑποδεχόμεθα», Νίκ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- /τρι* + ἀσπασίως «ευχάριστα, πρόθυμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.